διαγωνίζομαι — contend pres ind mp 1st sg διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίζομαι — διαγωνίζομαι, διαγωνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγωνίζομαι — διαγωνίστηκα, παίρνω μέρος σε δοκιμασία για να πετύχω και να κερδίσω κάτι, διεκδικώ μαζί με άλλους τη νίκη: Την Κυριακή διαγωνίζομαι στο σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγωνίζεσθε — διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl διᾱγωνίζεσθε , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζόμεθα — διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διᾱγωνιζόμεθα , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend imperf ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίσασθε — διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διᾱγωνίσασθε , διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζομένων — διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζόμενον — διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιούμενον — διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνισαμένων — διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)